Appendice:Dictionarios/Interlingua-greco/s

De Wiktionario

Interlingua-Greco


sabbato - Σαββατο

sablo - αμμος

sacco - σακος

sacrificar - θυσιαζω

sage [saje] - σοφος, φρονιμος

saison - εποχη

sal - αλατι

sala - σαλα

salon - σαλονι

salto - πηδημα

salute - χαιρετισμος

salvage [-aje] - αγριος

salvar - σωζω

salvo - εκτος απο

san - υγειης

sancte - αγιος

sanguine - αιμα

sanitate - υγεια

saper - γνωριζω, (η)ξευρω

sapon - σαπουνι

sapor - γευση

sasir - πιανω, συγκινω

satisfacer - ικανοποιω

satisfaction - ικανοποιηση

satisfactori - ικανοποιητικος

scala - σκαλα

scalia - φλουδα, φλυος

scarpa - παπουτσι

scena - σκηνη

schola - σχολειο

scientia - επιστημη

scientific - επιστημονικος

scientista - επιστημονας

scopa - σκουπα

scriber (script-) - γραφω

scriptorio - γραφειο

scriptura - γραφη

scuto - ασπιδα

se - -ομαι (παθητικη φωνη)

secale - σικαλη

secar (sect-) - καπτω

secrete - μυστικος

secreto - μυστικο

seculo - αιωνας

secunda - δευτερολεπτο

secunde - δευτερος

secundo - συμφωνα με

secur - ασφαλης

sed - αλλα

sede - καθισμα

seder (sess-) - καθομαι

sedia - καρεκλα, καθισμα

seliger (select-) - διαλεγω, εκλεγω

semblar - φαινομαι

semi- (prefix) - ημι- (προθεση)

semine - σπορος

sempre - παντοτε, παντα

senior - κυριος

seniora - κυρια

senioretta - δεσποινις

sensate - λογικος, γνωστικος, φρονιμος

sensibile - ευαισθητος

senso - αισθηση

sentiero - μονοπατι

sentimento - διαθεση

sentir - αισθανομαι

separar - (ξε)χωριζω

septanta - εβδομηντα

septe - επτα

septime - εβδομος

sequente - ακολουθος, εξης, επομενος

sequer (secut-) - ακολουθω

sera = essera - θα ειμαι

serea = esserea - θα ημουνα

seriose - σοβαρος

serra - πριονι

serramento - κλειδωμα

serrar - πριονιζω, κλειδωνω

serratura - κλειδαργια

serreria - πριονιστηριο

servicio - υπηρεσια

servir - υπηρετω

session - συνεδριαση

seta - μεταξι

sete - διψα

sever - σοβαρος, αυστηρος

sex (6) - εξι

sexanta - εξηντα

sexo - γενος

sexte - εκτος

si - αν, εαν; ναι

si nominate - ονομαζομενος

sia...sia - ειτε...ειτε

sibilo - σφυριγμα

sic - ξερος

siccar - ξεραινομαι

signar - υπογραφω

significantia - σημασια, νοημα

significar - σημαινω

signo - σημαδι, σινιαλο

silente - ησυχος, σιωπιλος

silentio - σιωπη, ησυχια

silva - δασος

simia - πιθηκος

simile - ομοιος, (ομοιαζων)

simpl(ic)e - απλος

simular - προσποιουμαι

sin - χωρις

sincer - ειλικρινης

singular - ενικος

situla - κουβας

skeleto - σκελετος

societate - κοινωνια

socio - συνεταιρος

sojorno - διαμονη

sol - μονος, ηλιος

solemne - επισημος

soler - συνηθιζω

solide - σταθερος, στερεος

solitude - μοναξια

solo - μονο

solution - λυση

somno - υπνος

somnolente - νυσταγμενος

sonar - ηχω

sonio - ονειρο

sono - ηχος

soror - αδελφη

sorta - ειδος

sorte - πεπρομενο

sortir - φευγω

sovente - συχνα

sparniar - αποταμιευω, οικονομω

spatio - χωρος

specie - μπαχαρικο ειδος (βοτ.)

spectaculo - θεαμα, παρασταση

spectar - κοιτω

speculo - καθρεπτης

spero - ελπιδα

spina - ραχοκοκαλια, αγκαθι

spinula - καρφιτσα

spirar - αναπνεω

spirito - πνευμα

spisse - χονδρος, παχυς

sportive - αθλητικος

stagno - φραγμα, ελος

stampar - σφραγιζω

stanno - κασσιτερος

star - στεκομαι

stato - κατασταση, κρατος

statura - κορμοστασια

stella - αστρο, αστερι

stilo (de graphite) - μολυβι

stomacho - στομαχι

stoppar - σταματω

strata - δρομος, οδος

strato - στρωμα

strepito - φασαρια, θορυβος

stricte - στενος, αυστηρος

studer, studiar - φοιτω, σπουδαζω

studio - σπουδες, φοιτηση

stupide - βλακας

su - του

sub - υπο

subite - αμεσος

subito - αμεσως

subjecto - υποκειμενο, υλη

sublevar - σηκωνω

submitter (submiss-) - υποτασσω, ταπεινωνω

succeder (success-) - επιτυγχανω, προκοβω

successo - επιτυχια, προκοπη

succo - χυμος

succussa - τρεμουλο, τρανταγμα

succuter (succuss-) - τρανταζω, τρεμω

sucro - ζαχαρη

sud - νοτος, νοτιας

sue - δικος του

suer (sut-) - ραβω

sufficer - φτανω, ειμαι ικανος

sufflo - ψιθυρος, ανεμιστηρας

suffocar - πνιγω

suffrer - υποφερω

suger (suct-) - ρουφω, πιπιλιζω

suggestion - υποβολη, προταση

super - υπερ, πανω απο

superar - ξεπερνω, υπερνικω

superficie - επιφανεια

superior - ανωτερος, υπερυφανος

supponer (supposit-) - υποθετω

supportar - βοηθω

supposition - υποθεση

supra - υπερ- πανω απο

supreme - υψιστος, ανωτατος

supprimer (suppress-) - καταπιεζω

surde - κουφος

surprender (surpris-) - εκπλητω, ξαφνιαζω

surprisa - εκπληξη, ξαφνιασμα

surrider (surris-) - (χαμο)γελω

surriso - χαμογελο

suspiro - αναστεναγμος

sustener (sustent-) - συντηρω, διατηρω

susurro - σουσουρο, ψιθυρος

syn-, sym- (prefixo) - συν- (προθεση)