Appendice:Dictionarios/Interlingua-greco/p

De Wiktionario

Interlingua-Greco


pacco, pacchetto - δεμα. πακετο

pace - ειρηνη

paga - πληρωμη

pagar - πληρωνω

pagina - σελιδα

pais - χωρα

paisage [-aje] - υπεθρο

pala - φτιαρι

pallide - χλωμος

palo - παλουκι, φαλος

palpar - αισθανομαι

pan - ψωμι

pannello - πανι, μαντηλι

pantalones - παντελονι

papiro - χαρτι

par - ζευγαρι

parcar - παρκαρω

parco - παρκο

pardono - συγγνωμη, παρντον

parente - γονιος

parer - παρουσιαζομαι, φαινομαι.

parlar - μιλω

parola - κουβεντα, λεξη

parte - μερος

particular - ιδιεταιρος,, ξεχωριστος

partir - αποχωρω, αναχωρω

partita - αναχωρηση, παρτιδα

partito - κομμα

parve - μικρος

passage [-aje] - διαδρομος

passagero [-ajero] - επιβατης

passaporto - διαβατηριο

passar - διαβαινω, διαμενω

passato - παρελθον

passo - βημα

patiente - υπομονετικος, ασθενης

patientia - υπομονη

patre - πατερας

pauc(o), poc(o) - λιγο

pausa - διαλειμμα, διακοπη

pavor - φοβος

peccar - αμαρτανω

pecia - κομματι

pectine - τσατσαρα, κτενα

pectore - στηθος

pede - ποδι

pejo - χειροτερα

pejor - χειροτερος

pelle - δερμα, πετσι

pena - πονος, λιγοστος

pena, a pena - μολις

pender - κρεμω

penetrar - διατρυπω

penose - οδυνηρος

pensar - σκεπτομαι

pensata - σκεψη

per - δια

perder - χανω

perdita - χασιμο, απωλεια

perfecte - τελειος

periculo - κινδυνος

periodo - περιοδος

permitter (permiss-) - επιτρεπω

persona - προσωπο

personal - προσωπικο

persuader (persuas-) - πειθω

persuasion - πειστικοτητα, πειθω

pertiner - ανηκω

pesante - βαρυς

pesar - ζυγιζω, βαραινω

peso - βαρος

pessime - χειροτερος απο ολους

peter - ζητω, παρακαλω

petra - πετρα

phrase - φραση

piccar - σουβλιζω, κεντω

pictura - ζωγραφικος πινακας

pigre - τεμπελης

pilar - στοιβαζω, κολονα

pinger (pict-) - χρωματιζω, βαφω

pira - αχλαδι

pisce - ψαρι

pista - σταδιο, γηπεδο

placer - αρεσκω, παρακαλω

placer, Place verter! - γυρνα σελιδα

placia - θεση

plagia [plaja] - παραλια

plan - λειος, ισιος

planar - ισιωνω, ισοπεδωνω

planca - σανιδα

planger (planct-) - παραπονουμαι, κανω εφεση

plastico - πλαστικο

platte - πιατο

platto - ισοπεδο

plen - γεματος, πληρης

plorar - κλαιω

pluma - φτερο

plumbo - μολυβδος

plural - πληθυντικος

plure - πολλα

plure, in plus - επιπλεον

plure, plus - περισσοτερο (συγκριτικο)

plure, le plus - περισ. απο ολους (υπερθετικο)

pluver - βρεχει

pluvia - βροχη

pneu - σαμπρελα, λαστιχο

policia - αστυνομια

policiero - αστυνομος

polir - γυαλιζω

politica - πολιτικη

polo - πολος

pomo - μηλο

poner (posit-) - θετω, βαζω

ponte - γεφυρα

popular - λαικος, δημοφιλης

population - πληθυσμος

populo - λαος, εθνος

porta - πορτα, θυρα

portar - φερω, κουβαλω

portion - μεριδιο, μεριδα

porto - πορτο, λιμανι

posseder (possess-) - κατεχω (ιδιοκτησια)

possession - ιδιοκτησια,

possibile - πιθανος, δυνατον

post - μετα, υστερα, πισω

posta - ταχυδρομειο

postar - ταχυδρομω

postea - υστερα, μετα

posterior - πισινος

postmeridie - απογευμα

posto - ποστο, τοπος εργασιας

postponer - αναβαλλω

potentia - δυναμη, ισχυς, ικανοτητα

poter - μπορω

povre, paupere - φτωχος

practica - πρακτικη, (ουσ.)

practicar - εξασκω

precar - προσευχομαι

prece - προσευχη

preceder (precess-) - προηγουμαι, αγω

precio - τιμη (αγαθου)

preciose - πολυτιμος

precipitose - αποτομος

preferer - προτιμω

premer (press-) - τυπωνω

premio - βραβευση

prender (pris-) - παιρνω, λαβαινω

preparar - προετοιμαζω

presente - παρων

presentia - παρουσια

preservar - συντηρω

presidente - προεδρος

pressa - πρεσσα τυπογραφειου; επειγον

presso - πλησιον, κοντα

prestar - δανειζω

prestar, facer se prestar - δανειζομαι

preste - ετοιμος

presto - συντομα

preter - διπλα, δια

pretexto - προφαση

prevenir - προλαβαινω, λαβαινω μετρα

previe - προηγουμενος

primavera - ανοιξη

prime - πρωτος

principal - κυριος (επιθετο)

prisa - πριζα

prision - φυλακη

pro - προτιμητεος, αντι

probabile - πιθανος

probar - δοκιμαζω

producer (product-) - παραγω

producto - προιον

profession - επαγγελμα

profito - κερδος

profunde - βαθυς

progreder (progress-) - προοδευω

progresso - προοδος

prohibir - απαγορευω

promissa - υποσχεση

promitter (promiss-) - υποσχομαι

pronunciar - προφερω

proponer (proposit-) - προτεινω

proprie - ιδιωτικος

proprietate - ιδιοκτησια

proque [proke] - διατι, διοτι

protection - προστασια

protective - προφυλακτικος

proteger (protect-) - προστατευω

protesto - διαμαρτυρια

prova - αποδειξη, τεκμηριο

provar - αποδεικνυω

proverbio - ρητο, παροιμια

provider (provis-/provist-) - προμηθευω

provocar - προξενω, προκαλω

proxime - πλησιον, ερχομενος

prudente - λογικος

public - δημοσιος

puera - κοριτσι

puero - αγορι

pugno - μπουνια, πυγμη

pulsar - πεμπω ρυθμικα

pulvere - σκονη, πουδρα

pumpa - αντλια

puncta - ακιδα

puncto - ποντος

punger (punct-) - κεντω

punir - τιμωρω

pupa - κουκλα

pur - καθαρος

puteo - βρυση, πηγαδι

putrer - σαπιζω