Appendice:Dictionarios/Interlingua-greco/m

De Wiktionario

Interlingua-Greco


ma = sed - αλλα

macellero - χασαπης

machina - μηχανη

macula - λεκες

magazin - περιοδικο, μαγαζι

magne - μεγαλος, πελωριος

magre - αδυνατισμενος

major - μεγαλυτερος, μεγαλιωδης

mal - κακος

malade - αρρωστος

maladia - αρρωστια

malgrado - παρα (επιρρημα)

malitiose - κακοτροπος

manco - ελλειψη, ελλειμα

mandar - στελνω

manear - (μετα)χειριζομαι

mangiar [manjar] - τρωγω γευματιζω

maniera - τροπος

mano - χερι

mantello - παλτο

mantener - ισχυριζομαι, συντηρω

mar - θαλασσα

marca - μαρκα

marcer - μαραινομαι

marchar - βαδιζω

marin - θαλασσιος

marita - (η) συζυγος

maritage - αμος, παντρεια

maritar se - παντρευομαι

marito - (ο) συζυγος

marmita - τσουκαλι

martedi - Τριτη

martello - σφυρι

mascule, masculin - ανδρικος

materia - υλη

matino - πρωι

matre - μητερα

matur - ωριμος

maxime, maximal - μεγιστος

me - με, εμε, εμενα

media - μεσος ορος

medicamento - φαρμακο

medicina - ιατρικη

medico - ιατρος, γιατρος

medie - μεσος, μεσο-

medietate - υμιση, μισο

medio - μεσος, ενδιαμεσον

melio - καλλιτερος

melior - καλλιτερα

membro - μελος

memorar - ενθυμουμαι

memoria - μνημη

menacia - απειλη

mense - μηνας

mente - ψυχη

mention - μνεια, μνημονευση

mentir - ψευδομαι

mentita - ψεμα

meraviliose - θαυμασιος

mercato - αγορα

merce - εμπορευμα

mercuridi - Τεταρτη

meridie - μεσημερι

merito - κερδος, προσοντα

mesme - ιδιος

mesmo - ακομη και, ιδιο

message [-aje] - μηνυμα

mestiero - επαγγελμα

mesura - μετρο, μεζουρα

mi - μου, δικος μου

mie - δικος μου

militar - στρατος

mille - χιλια

mina - ορυχειο

minime, minimal - ελαχιστος

minimo - ελαχιστον

ministro - υπουργος

minor - μικροτερος (επιθετο)

minus - λιγοτερο, μειον, (επιρρημα)

minuta - λεπτο

minutiose - ακριβης

miscer (mixt-) - μιγνειω, ανακατευω

mitter (miss-) - βαζω

mixtura - μιγμα, αναμιξη

mobile - κινητος, επιπλο

mobiles - επιπλα

moda - μοδα

modeste - ντροπαλος

modo - τροπος

molestar - ενοχλω, χειρονομω

molino - μυλος

molle - μαλακος

momento - στιγμη

moneta - χρημα

monstrar - δειχνω, επιδεικνυω

montania - ορος, βουνο

montar - ανεβαινω, ορηβατω

morder (mors-) - δαγκωνω

morir (mort-) - αποβιωνω, πεθαινω

morsura - δαγκωμα, τσιμπημα

morte - πεθαμενος

mover (mot-) - μετακινουμαι

movimento - κινηση, κινημα

multe - πολλοι

multiplicar - πολλαπλασιαζω

multitude - ποσοτητα

multo - πολυ

munde - κοσμιος, καθαρος

mundo - κοσμος

murmure - μουρμουρα

muro - τοιχος

musca - μυγα

musculo - μυς, (ποντικι)

musica - μουσικη

mute - μουγκος

mutilar - σακατευω

mutue, mutual - αμοιβαιος

mysteriose - μυστηριωδης