Saltar al contento

Appendice:Dictionarios/Interlingua-greco/i

De Wiktionario

Interlingua-Greco


ibi - εκει

idea - ιδεα

ideal - ιδανικος, ιδεωδης

ignorar - αγνοω

il - αυτο (απροσωπη αντωνυμια)

il ha - υπαρχει

illa - αυτη (δεικτικη αντωνυμια)

illas - αυτες (δεικτικη αντωνυμια)

ille - αυτος (δεικτικη αντωνυμια)

illes - αυτοι (δεικτικη αντωνυμια)

illo - αυτο (δεικτικη αντωνυμια)

illos - αυτα (δεικτικη αντωνυμια)

imaginar - φανταζομαι

imaginari - φανταστικος

imagination - φαντασια

imagine - εικονα, φαντασια

imbraciar - αγκαλιαζω

imitar - μιμουμαι

immediate - αμεσως

immense - πελωριος

immerger (immers-) - βουτω, βυθιζω

immobile - ακινητος

immunde - βρομικος

impatiente - ανυπομονος

impedir - εμποδιζω

imperio - αυτοκρατορια

imponer (imposit-) - κανω εντυπωση

importante - σπουδαιος

importantia - σπουδαιοτητα, σημασια

importar - εισαγω

impossibile - αποκλειεται, απιθανος

impression - εντυπωση

imprimer (impress-) - εκτυπωνω, πιεζω

in - ενδον, εις, μεσα

in(-) - α- (αρνηση, αντιθεση)

incendio - πυρκαγια

incidente - συμβαν

incitar - προτρεπω, κεντω

inclination - κλιση, διαθεση, προτιμηση

includer (inclus-) - περιλαβαινω

incognite - αγνωστος

incontro - συναντηση

incoragiar [-ajar] - ενθαρρυνω, δινω κουραγιο

indicar - (εν)δειχνω

industria - βιομηχανια

industrial - βιομηχανικος

industriose - δραστηριος

infante - παιδι

infantia - παιδικη ηλικια

infectar - μολυνω

infectiose - μολυντικος

inferior - κατωτερος

inferno - κολαση

infinite - απειρο

infirmera - νοσοκομα

inflar - εξογκωση, φουσκωμα

influentia - επιρροη

informar - πληροφορω

infra - αποκατω

ingagiar [-ajar] - ενασχολω

ingeniero - μηχανικος

inhibir - ενκρατω, συγκρατω

inimico - εχθρος

initio - κινημα, ξεκινημα

injuria - τραυματισμος

innocente - αθωος

inquesta - ανακριση

inquiete - ανησυχος

inscriber (inscript-) - εγγραφω

insecto - εντομο

inseniar - διδασκω

insimul - μαζι

insister - επιμενω

installar - εγκαθιστω

instruction - μαθημα, οδηγια

instrumento - εργαλειο

insula - νησι

intelligente - εξυπνος

intender (intent-) - αποσκοπω, αποβλεπω

intention - σκοπος, αποβλεψη

inter - ενδιαμεσα, αναμεσα

interesse - ενδιαφερον

interior - εσωτερικο, μεσα

interne - εσωτερικος

interprender - επιχειρω

interprete - διερμηνεας

interprisa - επιχειρηση

interrar - ενταφιαζω

interrumper (interrupt-) - διακοπτω

intertenimento - διασκεδαση

intestino - εντερο, αντερο

intoxicar - μεθω, δηλητηριαζω

intra - ενδον, μεσα

introducer (introduct-) - εισαγω, αρχιζω

inundar - πλημμυριζω

inveloppe - φακελος

invenito - εισοδημα

inventar - εφευρισκω

invention - εφευρεση

invidia - φθονος, ζηλεια

invio - αποστολη

invitar - προσκαλω

io - εγω

ipse - εγω ο ιδιος

ir - παω, πηγαινω

ira - οργη, θυμος

iste - αυτος (δεικτ. αντων.)

isto - αυτο (δεικτικη αντωνυμια)