Saltar al contento

Appendice:Dictionarios/Interlingua-greco/g

De Wiktionario

Interlingua-Greco


gallo - κοκκορας

gamba - γαμπα, ποδι

gambon - μπουτι

ganio - κερδος

gauder (de) - χαιρομαι για

gaudio - χαρα

gelar - παγωνω

gena - σαγονι

general - γενικος, στρατηγος

generalmente, in general - γενικα

genere - ειδος, γενος

generose - γεναιωδης

geniculo - γονατο

genitor - προγονος

gente - λαος

genuin - γνησιος

girar - γυριζω, τριγυριζω, στρεφω

glacie - παγος

glissar - γλιστρω

gloria - δοξα

glutir - καταπινω

gonna - φουστα

governamento - κυβερνηση

governar - κυβερνω

grado - βαθμιδα, βαθμος

gradual - βαθμιαιως

gramma - γραμμαριο

gran- - συγγενεια (μακρα)

grande - μεγαλος

grandor - μεγεθος

grano - κριθαρι

granpatre - παππους

grasse - γρασσο, λιπος

grate - ευχαριστος

gratia - χαρι

gratias - ευχαριστιες

gratitude - ευχαριστια

gratuite - συνχαριτηρια

grave - σπουδαιος, σοβαρος

gris - γκρι

grossier - αγριος (μη λειος)

gruppo - ομαδα

guanto - γαντι

guarda - φυλακας

guastar - σκορπαω ασκοπα

guerra - πολεμος

guida - οδηγος

guidar - οδηγω, καθοδηγω

gumma - λαστιχο

gusto - γουστο, γευση, προτιμηση

gutta - σταγονα

gutture - λαρυγγι