Appendice:Dictionarios/Interlingua-greco/d

De Wiktionario

Interlingua-Greco


dama - κυρια

damno - ζημια, κακωση

dansa - χορος

dar - δινω

data, (it, dato(s)) - ημερομηνια, (στοιχει-ο -α)

de - (γενικη) του, απο, περι

deber - πρεπει, οφειλω να...

debile - ασθενης, ισχνος

debita - οφειλη

decader (decas-) - εκφυλιζομαι, καταπιπτω

dece - δεκα

decider (decis-) - αποφασιζω

decime - δεκατος

decision - αποφαση

declarar - εξηγω, διευκρινιζω

defender (defens-) - υπερασπιζω

defensa - αμυνα, υπερασπιση

del = de + le - του

delicate - θαυμασιος

deman - αυριο

demanda - απαιτηση, ερωτηση

demandar - ερωτω

demolir - καταστρεφω, γκρεμιζω

dense - πυκνος

dente - δοντι

deo - θεος

depender - εξαρτωμαι

depost - εκτοτε, επειτα

derecte - δικαιος

derecto - δικαιο (ουσιαστικο)

derider (deris-) - περιγελω

descender (descens-) - κατεβαινω

describer (descript-) - περιγραφω

description - περιγραφη

desde - εκτοτε, απο τοτε

deserto - ερημος

designo - σχεδιο, σκιτσο

desiro - επιθυμια

destino - πεπρωμενο

destruer (destruct-) - καταστρεφω

detalio - λεπτομερεια

determinar - προκαθοριζω

detestar - απεχθανομαι, σιχαινομαι

detra - πισω απο, οπισθεν

devenir - γινομαι

dext(e)ra - δεξιος

dext(e)re - δεξια

diabolo - διαβολος

dicer (dict-) - λεγω

die - ημερα

differente - διαφορετικος

differentia - διαφορα

difficile - δυσκολος

difficultate - δυσκολια

digito - δακτυλο

digne - αξιος

diminuer (diminut-) - μειωνω

dimitter (dimiss-) - απολυω

directe - απ' ευθειας

direction - διευθυνση

diriger (direct-) - διευθυνω

disagradabile - δυσαρεστος

disappunctar - απαγοητευω

disco - δισκος

discoperir - ανακαλυπτω

discoragiar [-ajar] - τρομαζω, απελπιζω

discurso - λογος, εκφωνηση

discuter - συζητω

disembarassar (se) de - απελευθερωνομαι απο

disgusto - δισμαινια

disordine - ακαταστασια

disparer - εξαφανιζομαι

dispender (dispens-) - (ε)ξοδευω

disperger (dispers-) - διαλυω, διαχωριζω

disponer (disposit-) - διαθεττω

disputa - διαξιφιζομαι

distante - απομακρυσμενος

distantia - αποσταση

distinguer (distinct-) - καθοριζω

disturbar - ενοχλω

disveloppar - εξελισσω, αναπτυσσω

disvestir - ξεντυνομαι

divertimento - απολαυση

divider (divis-) - διαιρω

divinar - προλεγω, μαντευω,προφητευω

division - διαιρεση

divorcio - διαζυγιο

doler - υποφερω, πονω

dolor - πονος, οδυνη

dolorose - οδυνηρος

domestic - σπιτικος

dominica - Κυριακη

domo - σπιτι

dono - δωρο

dormir - κοιμουμαι

dorso - πλατη

drappo - υφασμα

droga - φαρμακο

dubita - αμφιβολια

dulce - γλυκος

dunque - λοιπον, επομενως

duo - δυο

dupar - απατω

dupl(ic)e - διπλος

dur - στερεος, σκληρος, γερος

durante - κατα την διαρκεια

durar - διαρκω