Appendice:Dictionarios/Interlingua-greco/c

De Wiktionario

Interlingua-Greco


cabana - καλυβα

cader - πεφτω

cadita - πτωση

calcar - κλωτσαω

calcea - καλτσα

calceones - εσωβρακο

calcetta - σοσονι

calcular - λογαριαζω, υπολογιζω

calefacer - θερμαινω

calefaction - θερμανση

calide - θερμος

calma - ησυχια, ηρεμια

calme - ησυχος

calor - θερμοτητα

cambio - εξαργυρωνω χρημα

camera - δωματιο

cammino - καμινι, καμιναδα

camion - φορτηγο αυτοκινητο

camisa - πουκαμησο

campana - καμπανα

campania - επαρχια, υπαιθρος

campo - καμπος

can - σκυλος

candela - κερι, καντηλι

canto - τραγουδι

capace - καπατσος

capillos - μαλλια

capital - κεφαλαιο-

capitano - καπετανιος

capite - κεφαλι

cappello - καπελο

capturar - τσακωνω, συλλαμβανω

car - αγαπητος, ακριβος

carga - φορτιο, αγγαρια

carne - κρεας

carro - καρο, βαγονι

carta - καρτα

carton - χαρτονι

casa - σπιτι, κατοικια

caso - περιπτωση

cassa - κασελα, κασσα

casserola - κατσαρολα

cata - καθε, καθενας

catena - αλυσιδα

cauda - ουρα

causa - αιτια

a causa de - δια λογον του οτι

causar - προξενω

cautchuc - καουτσουκ

cavallo - αλογο

cave - κοιλος

cec - τυφλος

ceder - υποχωρω

celar - κρυβω

celebrar - εορταζω

celebre - περιφημος

celo - ουρανος

cena - δειπνο

cento - εκατο

centro - κεντρο

cercar - ψαχνω, αναζητω

certe - σιγουρος

certitude - σιγουρια, βεβαιωση

certo - σιγουρα

cessar - σταματω, παυω

chance [sh] - ευκαιρια

character - χαρακτηρας

charme [sh] - χαρμα, θελγητρο

chassar [sh] - κυνηγω

chef [sh] - προησταμενος

chimic - χημικος

choc [sh] - σοκ

cifra - αριθμος

cinctura - ζωνη, λουριδα

cinere - σταχτη

cinquanta - πενηντα

cinque - πεντε

circa - περιπου

circulation - κυκλοφορια

circulo - κυκλος

circum - ολογυρα

circumstantia - περισταση

citate - πολη

cive - πολιτης

clar - διαφανης, ανοιχτοχρωμος

classe - ταξη

clauder (claus-) - κλεινω

clave - κλειδι

clavo - καρφι

cocer (coct-) - βραζω

cocina - κουζινα

coclear - κουταλι, κοχληαριο

cognoscentia - γνωση

cognoscer - γνωριζω

colla - κολλα

collapso - καταρριψη, κλονισμος

collar - κολλω γιακας κολλαρο

collection - συλλογη

collider (collis-) - συγκρουομαι

colliger (collect-) - συλλεγω

collina - λοφος

collo - λαιμος

color - χρωμα

colpo - κολπο, τροπος

combinar - συνδυαζω

comenciamento - αρχη

comenciar - αρχιζω

comic - κομικος (επιθετο)

commando - διαταγη

commatrage [-aje] - διαδοση, κουτσομπολιο

commercio - εμποριο

commun - κοινος

communicar - επικοινωνω

como - πως, οπως

compania - παρεα, εταιρια

companion - συνεταιρος

comparar - συγκρινω

competer - συναγωνιζομαι

complete - τελειος

comportar se - συμπεριφερομαι

composite - συνθετος

comprar - αγοραζω

comprender - καταλαβαινω

con - μαζι, με

conceder (concess-) - παραδεχομαι

concentrar - συγκεντρωνομαι

concernente - αφοροντα

concluder (conclus-) - συμπεραινω

condemnar - καταδικαζω

condition - προυποθεση

conducer (conduct-) - αγω, οδηγω

conducta - αντιδραση

confessar - αναγνωριζω

confidentia - εμπιστοσυνη

confider - εμπιστευομαι

confortabile - αναπαυτικος

conforto - ευκολια

confunder (confus-) - ειμαι αμηχανος

conjectura - προφητεια, μαντεμα

connecter (connex-) - (επι)συνδεω

conscie (de) - επιγνωση (εχω επιγνωση του..)

conscientia - συνειδηση, επιγνωση

consentir - συμφωνω

conservar - διατηρω, συντηρω

considerar - σκεπτομαι, υποθεττω

consilio - συμβουλιο

consister - αποτελουμαι

consolar - συλλυπουμαι

constatar - καθοριζω, διαπιστωνω

construer - κατασκευαζω

contar - μετραω, αριθμω

contemplar - παρατηρω

contente - ευχαριστημενος

contento - περιεχομενο

continer - περιεχω

continuar - συνεχιζω

continue - συνεχιζομενος

conto - λογαριασμος, διηγημα

contra - εναντια

al contrario - εναντιον

contribuer (contribut-) - συμβαλλω, συνεισφερω

contunder (contus-) - δερνω, κτυπαω, μαυριζω

conveniente - καταλληλλος

convenir - ταιριαζω, συνεδριαζω

conversation - συνομιλια

converter (convers-) - μετατρεπω

convincer (convict-) - πειθω, διαβεβαιωνω

coperculo - καπακι, σκεπασμα

coperir - σκεπαζω

copia - αντιγραφω

corage [-aje] - κουραγιο, τολμη

coragiose [-ajoze] - τολμηρος

corda - κορδωνι, σχοινι, χορδη τοξου

corde - καρδια

corio - δερμα, πετσι

corpore - σωμα

correcte - σωστος, ορθος

corriger (correct-) - διορθωνω

corte - κηπος , βασιλικη αυλη

cortese - αυλικος

cortina - κουρτινα

cosa - αιτια

costa - παραλια, ακτη

costar - κοστιζω

costo - κοστος

costume - συνηθεια

coton - βαμβαξ, βαμπακι

crear - δημιουργω

crema - κρεμα γαλακτος

crescer - μεγαλωνω, αυξανω, πληθαινω

crimine - εγκλημα

crito - κραυγη

croc - αγκιστρι

cruce - σταυρος

cruciar - σταυρωνω, διασταυρωνω

crude - ωμος

cruel - τρομερος, αγριος

cuje - του οποιου

culmine - αποκορυφωση

culpa - αμαρτια, φταιξιμο

culpabile - φταιχτης, ενοχος

cultello - μαχαιρι

cultivar - καλλιεργω

cumulo - σωρος

cupro - χαλκος

cura - φροντιδα, θεραπεια

curiose - περιεργος

currente - ρευμα

currer (curs-) - τρεχω

cursa - κουρσα, τρεξιμο

curso - κουρ

curte - κοντος

curva - καμπυλη

cute - επιδερμιδα